ἐπικολλᾶται

ἐπικολλᾶται
ἐπί-κολλάω
glue
pres subj mp 3rd sg
ἐπί-κολλάω
glue
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • έμπλαστρο — Φαρμακοτεχνικό σκεύασμα το οποίο περιέχει σάπωνα μολύβδου ή λιπαρές ουσίες από κερί και ρητίνες και επιστρώνεται σε μία πλευρά υφασμάτινης ή χάρτινης ταινίας. Τα έ. προορίζονται για εξωτερική χρήση και, ανάλογα με τα συστατικά τους, χωρίζονται σε …   Dictionary of Greek

  • έπιπλο — Κινητή ξύλινη ή μεταλλική κατασκευή ποικίλων χρήσεων. Η ιστορία των ε. είναι τόσο παλιά όσο σχεδόν ο κόσμος. Αν όμως το έ. εξεταστεί όχι μόνο από την πλευρά της χρησιμότητας αλλά και του διακοσμητικού χαρακτήρα του, η πραγματική ιστορική αρχή του …   Dictionary of Greek

  • επικόλλημα — το (Α ἐπικόλλημα) νεοελλ. πολύτιμο ξύλο που επικολλάται πάνω στην επιφάνεια κοινού ξύλου, καπλαμάς αρχ. αυτό που κολλιέται πάνω σε ένα αντικείμενο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κόλλημα (< κολλώ)] …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροχημεία — Το τμήμα της χημείας (ή ακριβέστερα της φυσικοχημείας) που αφορά τη χημική και ηλεκτρική συμπεριφορά των ηλεκτρολυτικών διαλυμάτων (βλ. λ. ηλεκτρόλυση). Πιο γενικά, στον όρο η. συμπεριλαμβάνονται όλες οι αντιδράσεις μεταξύ χημικής και ηλεκτρικής… …   Dictionary of Greek

  • ιατρόσημο — το ένσημο που επικολλάται σε ιατρικές συνταγές και εκθέσεις καθώς και σε πιστοποιητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιατρός + σημο (< σήμα), πρβλ. έν σημο, χαρτό σημο] …   Dictionary of Greek

  • καπλαμάς — ο λεπτό επικάλυμμα από ξύλο, μέταλλο ή άλλο υλικό το οποίο επικολλάται ή καρφώνεται στην επιφάνεια επίπλων ή άλλων αντικειμένων για προφύλαξη ή καλλωπισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kaplama (< ρ. kaplamak)] …   Dictionary of Greek

  • μπάλωμα — το (Μ μπάλωμα και ἐμπάλωμα και ἐμπάλωμαν και πάλωμα) [μπαλώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μπαλώνω, επιδιόρθωση φθαρμένου ενδύματος ή υποδήματος με ραφή ή επικόλληση κομματιού από το ίδιο ύφασμα ή δέρμα 2. μτφ. μεγάλη κηλίδα χρώματος… …   Dictionary of Greek

  • πασπαρτού — το 1. κλειδί με το οποίο μπορούν να ανοιχθούν όλες οι κλειδαριές 2. λεπτό χαρτόνι στο οποίο επικολλάται φωτογραφία ή άλλη εικόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. passe partout «περνά από παντού»] …   Dictionary of Greek

  • συγκόλλημα — το /συγκόλλημα, ΝΑ [συγκολλῶ] το αποτέλεσμα τού συγκολλώ, σύνδεση δύο ή περισσότερων αντικειμένων ή τμημάτων τού ίδιου αντικειμένου, συγκόλληση νεοελλ. (μεταλλ.) εύτηκτη τέφρα η οποία επικολλάται στη σχάρα τών εστιών ή σκωρία που σχηματίζεται… …   Dictionary of Greek

  • χαρτόσημο — Ένσημο που επικολλάται σε διάφορα έγγραφα, επίσημα ή όχι. Το τέλος του χ. αποτελεί και αυτό φόρο και μάλιστα έμμεσο, που είναι πολύ αποδοτικός για τα δημόσια έσοδα. Στην Ελλάδα καθιερώθηκε το τέλος του χ. το 1836, τώρα δε τα ζητήματα που αφορούν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”